- ταχυτέρου
- Νεπίρρ.1. πολύ πρωί αύριο, ταχιά2. φρ. «αργά και ταχυτέρου» — πρωί και βράδυ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχύτερος, συγκριτ. τού επίθ. ταχύς (πρβλ. και ταχύ «πρωί»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταχυτέρου — ταχύς swift masc/neut gen sg (ionic) ταχύτερος swift masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
εύδρομος — η, ο (ΑΜ εὔδρομος, ον) αυτός που τρέχει γρήγορα, ο ταχύς νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εύδρομο τύπος πολεμικού πλοίου τής γραμμής, ταχύτερου τών βαρέων θωρηκτών μάχης αλλά με ασθενέστερη θωράκιση, καταδρομικό) μσν. αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί… … Dictionary of Greek
φιλελευθερισμός — Οικονομική θεωρία που κηρύσσει την αποχή του κράτους από κάθε επιτακτική επέμβαση στην οικονομική ζωή και στον σχηματισμό των τιμών. Ο φ. συνδυάζεται συνήθως με τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη και στην πραγματικότητα και η μία και η άλλη… … Dictionary of Greek